περιβαλλοντικός

περιβαλλοντικός
-ή, -ό
ο σχετιζόμενος, ο αναφερόμενος στο περιβάλλον.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • περιβαλλοντικός — ή, ό, Ν [περιβάλλον, οντος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο περιβάλλον και στην προστασία του από φυσικές και κοινωνικές αρνητικές επιδράσεις («περιβαλλοντικά προβλήματα) 2. φρ. «περιβαλλοντική εκπαίδευση» διεπιστημονική και ολιστική… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”